προσαιτησις

προσαιτησις
    προσαίτησις
    προσ-αίτησις
    -εως ἥ выпрашивание
    

(π. ἐφημέρου τροφῆς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προσαιτησις" в других словарях:

  • προσαίτησις — begging fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαίτησις — ήσεως, ἡ, Α [προσαιτῶ] η επαιτεία, το ζητιάνεμα …   Dictionary of Greek

  • προσαιτήσει — προσαίτησις begging fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσαιτήσεϊ , προσαίτησις begging fem dat sg (epic) προσαίτησις begging fem dat sg (attic ionic) προσαιτέω ask besides aor subj act 3rd sg (epic) προσαιτέω ask besides fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαίτησιν — προσαίτησις begging fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαιτήσεως — προσαιτήσεω̆ς , προσαίτησις begging fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»